λύση

λύση
[-ις (-εως)] η
1) развязывание, отвязывание; ослабление (натянутого); 2) разборка на части (механизма); 3) решение, разрешение; разгадка;

λύση της απορίας — разрешение недоумения;

4) разрешение, урегулирование;
5) прекращение, устранение;

λύση της διαφοράς — ликвидация конфликта;

6) расторжение, аннулирование; отмена;

λύση γάμου — расторжение брака;

7) развязка, исход;

λύση δράματος прям. , перен. — развязка драмы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λύση" в других словарях:

  • Λύση — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Λύσις loosing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσῃ — Λύση fem dat sg (attic epic ionic) Λύσηι , Λύσις loosing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • λύση — η 1. η αποδέσμευση, η διάλυση: Η λύση της συμφωνίας. 2. η εύρεση του ζητούμενου σ ένα πρόβλημα: Δεν μπορώ να βρω λύση στο πρόβλημά μου. 3. διευθέτηση: Η υπόθεση έληξε με δικαστική λύση. 4. (λογοτ.), ο έντεχνος τρόπος με τον οποίο τελειώνει ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύση — λύσις loosing fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσῃ — λύσηι , λύσις loosing fem dat sg (epic ionic) λύ̱σῃ , λύω luo aor subj mid 2nd sg λύ̱σῃ , λύω luo aor subj act 3rd sg λύ̱σῃ , λύω luo fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσαι — Λύση fem nom/voc pl Λύσᾱͅ , Λύση fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσηι — Λύσῃ , Λύση fem dat sg (attic epic ionic) Λύσις loosing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσαις — Λύση fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσης — Λύση fem gen sg (attic epic ionic) Λύσις loosing fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύσῃς — Λύση fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»